-
1 трос
το σχοινί, το συρματόσχοινο, το παλαμάριτο καραβόσκοινοзадерживающий ав. - το συρ-ματόσκοινο ανάσχεσηςкокосовый - το κα-ρυόσχοινο, η τζίβα (από ίνες κοκοφοίνικα)стальной гибкий{}жёсткий{} - το χαλύβδινο εύκαμπτο/δύσκαμπτο συρματόσκοινοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > трос